Ορισμός και Αρχές
Διαμεσολάβησης
Ως
διαμεσολάβηση ορίζεται μία σύννομη διαρθρωμένη διαδικασία, εχέμυθη και
εμπιστευτική, στην οποία παρίστανται τα εμπλεκόμενα μέρη μαζί με τους
πληρεξουσίους δικηγόρους τους και ένα τρίτο ουδέτερο πρόσωπο, ο διαπιστευμένος
από το Υπουργείο Δικαιοσύνης διαμεσολαβητής. Η διαμεσολάβηση ρυθμίζεται από το
Νόμο 4640/2019, όπως ισχύει με την τροποποίηση που επέφερε ο Νόμος 5108/2024.
Ο
διαμεσολαβητής με τις γνώσεις του και τις ειδικές τεχνικές και δεξιότητές του
βοηθά τα μέρη να αναζητήσουν μία αμοιβαία αποδεκτή και επωφελή για τα ίδια
λύση, η οποία αποτυπώνεται σε μία γραπτή συμφωνία.
Τα
μέρη μπορούν να στραφούν στη διαμεσολάβηση πριν ακόμα καταφύγουν στα
δικαστήρια, αλλά και μετά την προσφυγή στο Δικαστήριο, εφόσον τα ίδια το
αποφασίσουν ή διαταχθεί από το δικαστήριο ή στις περιπτώσεις εκείνες που από το
νόμο η διαδικασία της διαμεσολάβησης επιβάλλεται ως υποχρεωτική.
Η
διαδικασία της διαμεσολάβησης διέπεται από ορισμένες αρχές οι οποίες είναι οι
ακόλουθες:
•
Eκούσια
διαδικασία : Tα μέρη αποφασίζουν την υπαγωγή της
διαφοράς τους σε αυτή με την υπογραφή γραπτής συμφωνίας υπαγωγής της διαφοράς
σε διαμεσολάβηση.
•
Εχέμυθη και εμπιστευτική διαδικασία:
Τα μέρη, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους και ο διαμεσολαβητής που μετέχουν στη
διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν μπορούν να κληθούν και να καταθέσουν ως
μάρτυρες ενώπιον Αρχών ή του Δικαστηρίου, για γεγονότα τα οποία υπέπεσαν στην
αντίληψή τους κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης. Επίσης, οτιδήποτε
αποκαλυφθεί στο διαμεσολαβητή κατά τη διάρκεια των κατ’ιδίαν συναντήσεών του με
κάθε ένα μέρος, παραμένει εμπιστευτικό και δεν μεταφέρεται από το διαμεσολαβητή
στην άλλη πλευρά, χωρίς την προηγούμενη σαφή και ρητή συγκατάθεσή της αντίθετης
πλευράς.
•
Μη δεσμευτική διαδικασία: Eίναι διαδικασία
μη δεσμευτική, υπό την έννοια ότι τα μέρη δεσμεύονται μόνο όταν εκείνα και μόνο
το αποφασίσουν με την υπογραφή μιάς
κοινά αποδεκτής συμφωνίας, ενός ιδιωτικού συμφωνητικού.
•
Μη επικριτική- αξιολογική διαδικασία:
Ο διαμεσολαβητής δεν διατυπώνει άποψη, δεν αξιολογεί τις θέσεις και τις απόψεις
των μερών, ούτε το περιεχόμενο της συμφωνίας. Ο ρόλος του είναι αποκλειστικά η
διευκόλυνση της επικοινωνίας και της διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών κατά
τρόπο που να καταλήξει σε τελική συμφωνία.
•
Αρχή της ουδετερότητας: O διαμεσολαβητής
είναι πρόσωπο ουδέτερο και αμερόληπτο, διαχειρίζεται τα μέρη ισότιμα, δίνει τις
ίδιες ευκαιρίες και τον ίδιο χρόνο επικοινωνίας και στις δύο πλευρές,
καλλιεργώντας την εμπιστοσύνη και επιβεβαιώνοντας καθ’όλη την διάρκεια της
διαδικασίας την ακεραιότητα και την αμεροληψία του.
Οφέλη της Διαμεσολάβησης
Η
διαμεσολάβηση είναι μία σύντομη και μη χρονοβόρα διαδικασία. Ολοκληρώνεται σε
σύντομο χρονικό διάστημα, συνήθως μιάς μέρας μέχρι την επίτευξη συμφωνίας.
Ακόμα είναι διαδικασία οικονομική και μη δαπανηρή αφού τα μέρη έχουν τη
δυνατότητα να επιλύσουν τη διαφορά τους χωρίς να καταβάλλουν δικαστικό ένσημο,
παράβολα ενδίκων μέσων, δικαστικά έξοδα και να επιβαρύνουν την απαίτηση με
επιπλέον τοκοφορία. Αρκεί η κάθε πλευρά να καταβάλλει την αμοιβή του
πληρεξουσίου της δικηγόρου για την παράσταση στη διαμεσολάβηση και να μοιραστούν
το κόστος της αμοιβής του διαμεσολαβητή.
Είναι
διαδικασία ιδανική για τη διατήρηση και εξέλιξη των σχέσεων διαρκείας όπως οι
οικογενειακές σχέσεις, οι ενδοεταιρικές εχέσεις, οι σχέσεις εργοδότη και
εργαζόμενου, οι σχέσεις συγκατοίκησης, γειτονίας κλπ.
Επίσης,
είναι διαδικασία που βελτιώνει την ποιότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, διαφυλάσσει
την ψυχολογία των εμπλεκόμενων μερών και κατά συνέπεια την κοινωνική ειρήνη και
την κοινωνική συνοχή προάγοντας τον εν γένει κοινωνικό πολιτισμό.
Ο ρόλος του
Διαμεσολαβητή
Αναφέρουμε
συνοπτικά ότι ο διαμεσολαβητής:
• Δεσμεύεται
από τον Κώδικα Δεοντολογίας να λειτουργεί με αμεροληψία.
•
Ελέγχει την εξουσιοδότηση/πληρεξουσιότητα των εκπροσωπούντων τα μέρη στη
διαμεσολάβηση.
•
Διασφαλίζει την ισότιμη συμμετοχή των μερών στη διαδικασία
•
Εξηγεί στα μέρη τις αρχές και την διαδικασία της διαμεσολάβησης
•
Υπογράφει με τα μέρη τη συμφωνία υπαγωγής της διαφοράς σε διαμεσολάβηση
•
Διερευνά τα πραγματικά ενδιαφέροντα και τις πραγματικές ανάγκες των μερών σε
κατ΄ιδίαν συναντήσεις.
•
Ενθαρρύνει τη συμμετοχή των μερών στη διαδικασία και την επίτευξη συμφωνίας.
•
Βοηθά τα μέρη να διαπραγματευτούν και να ξεπεράσουν τα αδιέξοδα
•
Αποτυπώνει τη συμφωνία των μερών, η οποία συντάσσεται και διατυπώνεται από τους
δικηγόρους τους
•
Υπογράφει μαζί με τα μέρη και τους νόμιμους εκπροσώπους τους το πρακτικό
Διαμεσολάβησης που περιλαμβάνει τη συμφωνία για την υπαγωγή της διαφοράς σε διαμεσολάβηση και τη
συμφωνία της επίλυσης της διαφοράς, που είναι δεσμευτική για τα μέρη
•
Υποβάλλει με εντολή των μερών το πρακτικό διαμεσολάβησης στη Γραμματεία του
Μονομελούς Πρωτοδικείου, για να γίνει εκτελεστός τίτλος.
Υποθέσεις
Δεκτικές Διαμεσολάβησης – Υποχρεωτική Διαμεσολάβηση
Στη
διαμεσολάβηση μπορούν να υπαχθούν οι πιο πολλές διαφορές μεταξύ ιδιωτών
(φυσικών και νομικών προσώπων-επιχειρήσεων).
Σε
αυτές τις υποθέσεις περιλαμβάνονται σχεδόν όλες οι εμπορικές διαφορές μεταξύ
επιχειρήσεων, όλες οι αστικές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο, όπως υποθέσεις
σχετικά με ακίνητα (κατασκευή, πώληση, μίσθωση) και οι περισσότερες
κληρονομικές. Ακόμα, περιλαμβάνονται οι
διαφορές πνευματικής ιδιοκτησίας, εκείνες που ανακύπτουν από τραπεζικές
συναλλαγές, οι εργατικές διαφορές, οι καταναλωτικές διαφορές, οι διαφορές
ναυτικού δικαίου και οι γειτονικές διαφορές.
Επιπρόσθετα,
υπάρχει η σχολική διαμεσολάβηση, ως μέθοδος και πρακτική ειρηνικής επίλυσης της
υπάρχουσας σύγκρουσης μεταξύ μαθητών η οποία και περιλαμβάνεται στο πλαίσιο των
στρατηγικών αντι-βίας που αναπτύσσονται από το ίδιο το σχολείο, τη σχολική
κοινότητα και την τοπική κοινωνία.
Τέλος,
έχουμε και την οικογενειακή διαμεσολάβηση, η οποία υπάγεται στην υποχρεωτική διαμεσολάβηση και
περιλαμβάνει οικογενειακές διαφορές, εκτός από υποθέσεις διαζυγίου, ακύρωσης
γάμου και αναγνώρισης ύπαρξης ή ανυπαρξίας γάμου, καθώς και προσβολή πατρότητας
ή μητρότητας, γονικής μέριμνας, αναγνώρισης περί ύπαρξης ή μη εκούσιας
αναγνώρισης τέκνου ή εξομοίωσής του με τέκνο γεννημένο σε γάμο λόγω
επιγενόμενου γάμου των γονέων του, προσβολής εκούσιας αναγνώρισης, αναγνώρισης
περί ύπαρξης ή μη ή ακυρότητας υιοθεσίας ή λύσης της αναγνώρισης περί ύπαρξης ή
μη επιτροπείας.
Επίσης,
υπάγονται στην υποχρεωτική
διαμεσολάβηση οι ακόλουθες υποθέσεις:
•
Oι
διαφορές που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία και υπάγονται στην καθ’ύλην
αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αν η αξία του αντικειμένου της
διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και του
Πολυμελούς Πρωτοδικείου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας.
•
Τέλος, οι διαφορές, για τις οποίες σε έγγραφη συμφωνία των μερών προβλέπεται
και είναι σε ισχύ ρήτρα διαμεσολάβησης υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας
διαμεσολάβησης
Πλεονεκτήματα της
διαμεσολάβησης σε σύγκριση με τη δικαστική επίλυση διαφορών
Τα
πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης σε σχέση με τη δικαστική επίλυση διαφορών,
είναι τα ακόλουθα:
1.
Eίναι μια μη δεσμευτική διαδικασία, καθώς τα
μέρη είναι ελεύθερα να αποχωρήσουν, όποτε το επιθυμούν.
2.
Δεν θίγονται τα δικαιώματα των μερών,
συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να καταφύγουν σε δικαστήριο, εκτός βέβαια
αν η διαμεσολάβηση καταλήξει σε συμφωνία
3.
Δεν λαμβάνεται απόφαση από το
Διαμεσολαβητή. Ουσιαστικά δηλαδή τα μέρη έχουν τον απόλυτο έλεγχο της συμφωνίας.
Επίλογος
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η διαμεσολάβηση
είναι μία συμφέρουσα διαδικασία,
καθώς τα μέρη δεν έρχονται αντιμέτωπα με τις εντάσεις και τις χρονοβόρες
δικαστικές διαδικασίες.
Επίσης,
είναι μια καθαρά εθελοντική διαδικασία καθώς τα μέρη προσέρχονται με τη θέλησή
τους και μπορούν να αποχωρήσουν σε κάθε στάδιο αυτής.
Συνοψίζοντας,
θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η ευελιξία και η αμεσότητα της διαμεσολάβησης
επιτρέπουν στα μέρη να επικεντρωθούν στην ουσία της διαφοράς και δίδεται
ιδιαίτερη βαρύτητα στην προσωπικότητα, τις ανάγκες και τα συμφέροντα αυτών.